Κάθε πότε πρέπει να παρακολουθώ τη βιολογική μου ηλικία;
Για λόγους πρόληψης και συνολικής καλής υγείας, συνιστάται παρακολούθηση της βιολογικής ηλικίας κάθε έξι μήνες ή κάθε ένα χρόνο. Αν θέλετε να αξιολογήσετε μία νέα παρέμβαση για την υγεία, όπως για παράδειγμα ένα καινούριο πλάνο διατροφής, τότε μπορείτε να κάνετε το τεστ βιολογικής ηλικίας πριν ξεκινήσετε την παρέμβαση και μετά από 6 μήνες για να δείτε πως ανταποκρίνεται ο οργανισμός σας.
Από ποια ηλικία και μετά μπορώ να κάνω το τεστ;
Όσο νωρίτερα στη ζωή ξεκινήσετε να υπολογίζετε τη βιολογική σας ηλικία τόσο το καλύτερο. Συνιστάται να ξεκινήσετε από την ηλικία των 30 ετών.
Τι πρέπει να κάνω πριν την εξέταση αίματος;
Όπως σε κάθε αιματολογική εξέταση, συνιστάται να είστε νηστικοί για 12 ώρες.
Πόσο αξιόπιστη είναι η βιολογική ηλικία ως δείκτης;
Αυτή τη στιγμή ο υπολογισμός της βιολογικής ηλικίας μέσω εξετάσεων αίματος είναι από τους ισχυρότερους δείκτες ευζωίας και χρησιμοποιείται ήδη από πάρα πολλούς ανθρώπους και Ιατρούς Μακροζωίας (Longevity Medicine) ανά τον κόσμο, καθώς και σε κλινικές δοκιμές νέων φαρμάκων κατά της γήρανσης.
Τι να κάνω αν η βιολογική μου ηλικία είναι μεγαλύτερη από τη χρονολογική μου ηλικία;
Να θυμάστε πως η βιολογική ηλικία είναι εύπλαστη και άρα μπορεί να επιβραδυνθεί ή ακόμα και να αναστραφεί μέσω θετικών παρεμβάσεων για την υγεία ή μέσω της πρόγνωσης, έγκαιρης διάγνωσης και καταπολέμησης ασθενειών.
Επηρεάζει το DNA μου τη γήρανση;
Η γήρανση είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του γονιδιώματος (DNA) με το περιβάλλον. Έχει υπολογιστεί πως περίπου το 20% της διαδικασίας της γήρανσης οφείλετε στα γονίδια, ενώ το 80% οφείλεται στο περιβάλλον και στον τρόπο ζωής και πώς αυτά επιδρούν στα γονίδια μέσω επιγενετικών μετατροπών.
Ελέγχετε το μήκος των τελομερών;
Δεν παρέχουμε αυτή την εξέταση. Το μήκος των τελομερών είναι ένας παλαιότερος δείκτης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ταχύτητας της γήρανσης. Ενώ παραμένει ένας χρήσιμος δείκτης, μελέτες δείχνουν πως δεν έχει τόσο μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία όσο η βιολογική ηλικία που υπολογίζεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Πάραυτα, οι δύο δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά.